υποσελίδιος

υποσελίδιος
-α, -ο, Ν
υποσέλιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποσέλιδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποσελίδιος — α, ο αυτός που βρίσκεται στο κατώτατο μέρος της σελίδας, κάτω από το κύριο κείμενο της σελίδας: Υποσελίδια σημείωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”